προδιάγνωσις

προδιάγνωσις
-ώσεως, ἡ, Α [προδιαγιγνώσκω]
(συν. για ασθένεια) η εκ τών προτέρων ακριβής διάγνωση αυτού που πρόκειται να συμβεί («προδιάγνωσις πρὸ τοῡ κάμνειν», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδιάγνωσις — previous recognition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”